κυδιώ

κυδιώ
κυδιῶ, -άω (Α)
1. καυχιέμαι, υπερηφανεύομαι, μεγαλαυχώ
2. προχωρώ καμαρωτά, καμαρώνω («ὡς δ' ὅτε τις στατὸς ἵππος... δεσμὸν ἀπορρήξας θείῃ πεδίοιο κροαίνων... κυδιόων», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦδος. Ο τ. τής μτχ. κυδιόων σχηματίστηκε με την κατάλ. τών ρ. σε -ιόω για μετρικούς λόγους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κύδος — (I) κύδος, ὁ (Α) ονειδισμός, βρισιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για υποχωρητ. σχηματισμό από το κυδάζομαι]. (II) κῡδος, τὸ (Α) 1. δόξα, φήμη, ιδίως αυτή που αποκτά κάποιος στον πόλεμο («ὡς γὰρ θεὸς ναῶν ἔδωκε κῡδος Ἕλλησιν μάχης», Αισχύλ.) 2. ως… …   Dictionary of Greek

  • ωμοκυδιώ — άω, Α περηφανεύομαι για τους μεγάλους ώμους μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + κυδιῶ «καυχιέμαι» (< κῦδος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”